- πολυθρυλήτως
- πολυθρύλητοςmuch-spoken-ofadverbialπολυθρύλητοςmuch-spoken-ofmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυθρύλητος — η, ο / πολυθρύλητος και πολυθρύλλητος, ον, ΝΜΑ αυτός, γύρω από τον οποίο υπάρχουν πολλοί θρύλοι, ονομαστός («καὶ εἶμι πάλιν ἐπ ἐκεῖνα τὰ πολυθρύλητα», Πλάτ.). επίρρ... πολυθρυλήτως ΝΑ και πολυθρύλητα Ν με πολυθρύλητο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + … Dictionary of Greek